Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Μαΐου 2025, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου (Ἰωάν. ε΄ 1-15)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βη­­­­θεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κα­­­τέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυ­φλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνη­σιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν·

ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Πνευματικὴ κολυμβήθρα

Ὁ Κύριος βρίσκεται στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν Προβατικὴ Πύλη τῆς πόλεως. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ κολυμβήθρα, μιὰ δεξαμενή, ποὺ λεγόταν Βηθεσδά. Γύρω της, κάτω ἀπὸ πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα, παρέμεναν ξαπλωμένοι πλῆθος ἀσθενῶν ἀνθρώπων. Περίμεναν ἐκεῖ, διότι κάθε τόσο κατέβαινε Ἄγγελος Κυρίου, ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀνατάρασσε τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ τότε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸ νερὸ γινόταν ἰαματικό. Ὅποιος ἔπεφτε πρῶτος σὲ αὐτὸ θεραπευόταν, ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια κι ἂν ὑπέφερε.

Τὸ ἐντυπωσιακὸ αὐτὸ θαῦμα προτυπώνει, κατὰ τοὺς ἱεροὺς ἑρμηνευτές, τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐπίσης τελεῖται μέσα σὲ κολυμβήθρα. Στὴ Βηθεσδὰ τὸ θαῦμα γινόταν ἔπειτα ἀπὸ ἐπέμβαση Ἀγγέλου. Θεραπευόταν δὲ ἀπὸ τὶς σωματικές του ἀσθένειες, μόνο ὅποιος ἔπεφτε πρῶτος μέσα στὸ νερό. Τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὡστόσο, εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο σὲ ἀξία καὶ Χάρι. Τελεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, διὰ τοῦ ἱερέως. Σὲ αὐτὸ ὄχι μόνο ὁ πρῶτος, ἀλλὰ «κἂν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται» (PG 59, 204), ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀκόμη καὶ ἂν ἔλθει ὅλη ἡ οἰκουμένη, ἡ Χάρις τοῦ Μυστηρίου δὲν ἐξαντλεῖται. Ἐπιπλέον στὸ ἅγιο Βάπτισμα δὲν χαρίζεται ὁπωσδήποτε σωματικὴ ὑγεία, μιὰ παράταση ζωῆς, ἀλλὰ βεβαίως ἐξασφαλίζεται σωτηρία αἰώνια· ἀνακαινίζεται ὅλος ὁ ἄνθρωπος.

Νέα Βηθεσδὰ λοιπὸν εἶναι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος. Μέσῳ αὐτῆς παρέχεται τὸ ἀνεξάντλητο ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσες φορὲς εἴμαστε παρόντες στὴ Βάπτιση κάποιου συνανθρώπου μας, ἂς μετέχουμε μὲ σεμνότητα, ἀναλογιζόμενοι τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτελεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Θεός.

2. Στὸν Ναὸ

Ἐκεῖ, στὰ ὑπόστεγα τῆς Βηθεσδά, ὁ Κύριος συνάντησε ἕναν ἀσθενή, ποὺ ἦταν τριάντα ὀκτὼ χρόνια παράλυτος. Τριάντα ὀκτὼ χρόνια πόνου, ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδας. Προσπαθοῦσε μόνος του νὰ πέσει πρῶτος στὸ νερό, ἀλλὰ πάν­τοτε κάποιος ἄλλος προλάβαινε πρὶν ἀπὸ αὐτόν. Ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, ἀφοῦ τὸν ρώτησε ἂν ἤθελε νὰ γίνει ὑγιής, κατόπιν μὲ θεϊκὴ ἐξουσία τοῦ εἶπε: «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει». Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι στὸν ὦμο σου καὶ περπάτα. Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς κι ἄρχισε νὰ περπατᾶ.

Ἔπειτα ἀπὸ κάποιον καιρὸ ὁ Κύριος τὸν συνάντησε πάλι. Αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν βρῆκε «ἐν τῷ ἱερῷ»· στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ. Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ λεπτομέρεια αὐτή. Τί ζητοῦσε, ἀλήθεια, στὸν Ναό; Εἶχε πάει νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἐκφράσει τὴ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη του στὸν Θεὸ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ τοῦ ἔκανε. «Οὐ γὰρ ἐχώρησεν εἰς ἀγορὰς καὶ περιπάτους, οὐδὲ τρυφῇ καὶ ἀνέσει ἔδωκεν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ἱερῷ διῆγε» (PG 59, 212), σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Δὲν προτίμησε τὸν περίπατο στὴν ἀγορά, οὔτε παρασύρθηκε σὲ τρυφὴ καὶ ἀνέσεις, ἀλλὰ πῆγε στὸν Ναό.

Μᾶς διδάσκει ἡ εὐγνωμοσύνη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Διότι κι ἐμεῖς ἔχουμε γευθεῖ πλούσιες τὶς εὐεργεσίες τοῦ παν­άγαθου Θεοῦ. Μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Μᾶς συντηρεῖ καὶ μᾶς κατευθύνει πρὸς τὸ αἰώνιο συμφέρον μας. Τὸ δὲ σημαντικότερο, μᾶς ἔβαλε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἐκκλησίας του καὶ μᾶς φανέρωσε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἂς εἴμαστε, συνεπῶς, εὐγνώμονες πρὸς τὸν Κύριο, εὐχαριστώντας Τον «ὑπὲρ τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» (Εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας)· γιὰ ὅλες τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες ποὺ μᾶς ἔχει χαρίσει.

3. Ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειας

Ἐκεῖ, στὸν Ναὸ ὁ Κύριος εἶπε τώρα στὸν πρώην ἀσθενὴ μία μόνο φράση: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Βλέπεις, τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτα χειρότερο. Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δείχνει ὅτι ἡ πολυώδυνη ἀσθένεια τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. Εἶχε ἀσθενήσει ἡ ψυχή του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραλύσει καὶ τὸ σῶμα του. Ἂν δὲ ὁ Κύριος δὲν τὸν θεράπευε, ὄχι μόνο τριάντα ὀκτὼ χρόνια, ἀλλὰ παντοτινὰ θὰ βασανιζόταν.

Πολλὲς ἀσθένειες, ὄχι ὅλες, εἶναι συν­έπειες ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτὸ τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο γιὰ τὴν πρόληψή τους εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ θεάρεστη ζωή. Ὅταν ὁ πιστὸς ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, τότε, ἀκόμη κι ἂν ἐπέλθει κάποτε ἡ φυσικὴ φθορὰ τοῦ σώματος, ἡ ψυχὴ παραμένει θαλερὴ καὶ σφύζει ἀπὸ ὑγεία καὶ ζωή. Ὅπως τὰ λουλούδια· ἀναπτύσσονται καὶ μοσχοβολοῦν μόνο κάτω ἀπὸ τὶς ζωογόνες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου· στὸ σκοτάδι ἀρρωσταίνουν καὶ μαραίνονται. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ διαφυλαχθοῦμε ἀπὸ ἐπικίνδυνες πνευματικὲς ἀσθένειες, ἴσως καὶ ἀπὸ σωματικές, ἂς ἀπευθύνουμε στὸν ἑαυτό μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου· «μηκέτι ἁμάρτανε». Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια.