Βλέπεις, Κύριε, τὴ λύπη καὶ τὰ δάκρυά μου … Ἂν δὲν μὲ προσείλκυες μὲ τὴν ἀγάπη Σου, δὲν θὰ Σὲ ζητοῦσα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου, γιατί Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου καὶ Σὲ διψῶ μέχρι δακρύων.
Ποθεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ζητῶ, μὲ δάκρυα. Εὔσπλαχνε Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν πτώση μου καὶ τὴ θλίψη μου. Ταπεινὰ ὅμως παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου: Χορήγησέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Ἡ θύμησή της ὁδηγεῖ τὸ νοῦ μου νὰ ξαναβρῆ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Κύριε, δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴ ξαναχάσω τὴ χάρη Σου καὶ ξαναρχίσω νὰ τὴν θρηνῶ, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεὸ.
12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑ-αυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
Είναι κοινή διαπίστωση, μα και λυπηρά δυστυχώς, στις ημέρες μας αντιστραφήκανε οι όροι. Οι όροι της λογικής, της τάξεως και της ευπρέπειας. Τα κάτω, τα μικρά, τα ανάξια λόγου τα βάλαμε στα επάνω σκαλοπάτια της κλίμακος των αξιών και τα μεγάλα στα χαμηλά. Σεβόμαστε, αναγνωρίζουμε και ηρωποιούμε τους μικρούς, τους ανάξιους, αντί τους μεγάλους και τους άξιους. Τους μεγάλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, τους κορυφαίους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, τους ήρωες της πίστεως και της πατρίδας τους περιφρονούμε, δεν τους αναγνωρίζουμε.
Σὲ κανέναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔκανε τόσες καὶ τέτοιες ἄγριες ἐπιθέσεις πειρασμῶν ὁ διάβολος, ὅσες στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Μεταχειρίστηκε ὁ δόλιος ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ τὸν γκρεμίσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Πάμπλουτος ἀλλὰ ἀγράμματος Τὸ 251 μ.Χ. γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο ἕνα μεγάλο καὶ φωτεινὸ ἀστέρι τῆς χριστιανοσύνης: Ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ἰδιαίτερη πατρίδα του ἤτανε ἕνα μικρὸ χωριό, Κόμα ὀνομαζόμενο, ποὺ βρισκόταν ἀνατολικὰ τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Νείλου, στὴν Νότιο Μέμφιδα.
Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ζητῶ. Πῶς νὰ μὴ Σὲ ζητῶ; Σὺ μὲ ζήτησες πρῶτος καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γευθῶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγάπησε ἕως τέλους.








