Η καλλιπάρθενος αγία Μαρίνα θεωρείται προστάτης των παιδιών και μάλιστα ειδική για τη θεραπεία όσων απ’ αυτά είναι άρρωστα και καχεκτικά ή έχουν ειδικές ανάγκες.
Γέννηση και ανατροφή
Η παρθενομάρτυς Μαρίνα γεννήθηκε στη πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας, γύρω στο έτος 270, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός ή ο Κλαύδιος Καίσαρας. Οι γονείς της άνηκαν στην ανώτερη τάξη της περιοχής της Πισιδίας, ο πατέρας ήταν διακεκριμένος και σεβαστός από τους εθνικούς ιερέας των ειδώλων, λεγόταν δε Αιδέσιος.
Αμέσως μετά τη γέννηση της Μαρίνας, έφυγε από την παρούσα ζωή η μητέρα της. Έτσι ο πατέρας αναγκάστηκε να αναθέσει την ανατροφή της θυγατέρας του σε μία άλλη γυναίκα, η οποία την ανέλαβε για να την θηλάσει (ας μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν βρεφικά γάλατα και εάν μια νέα μητέρα έφευγε από τη ζωή, το θηλασμό του βρέφους αναλάμβανε μια άλλη μητέρα).

«Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ γιαγιὰ κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἀπὸ τή φυλή τοῦ Λευί, κόρη τοῦ ἱερέα Ματθὰν καὶ τῆς γυναίκας του Μαρίας. Ὁ Ματθὰν ἱεράτευε ἐπὶ τῆς βασιλείας Κλεοπάτρας καὶ Σαπώρου ἢ Σαβωρίου, βασιλιὰ τῶν Περσῶν, καὶ τῆς βασιλείας Ἡρώδου τοῦ Ἀντιπάτρου. Ὁ Ματθὰν εἶχε τρεῖς κόρες, τήν Μαρία, τήν Σοβὴ καὶ τὴν Ἄννα. Παντρεύτηκε ἡ πρώτη στή Βηθλεὲμ καὶ γέννησε τήν Σαλώμη, τήν μαία. Παντρεύτηκε ἡ δεύτερη, κι αὐτὴ στή Βηθλεέμ, καὶ γέννησε τὴν Ἐλισάβετ (τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου).
Ἡ πρώτη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ πρός τόν προφήτη Ἠλία εἶναι ὅτι τόν διατρέφει στήν ἔρημο μέσω ἑνός πτηνοῦ πού εἶναι μισότεκνο, τόν διατρέφει μέ ἕναν κόρακα. Καί εἶναι γνωστό ὅτι ὁ κόρακας εἶναι ζῶο μισότεκνο, γιατί δέν ἀγαπᾶ οὔτε τρέφει τά νεογνά του. Γι’ αὐτό ὁ προφήτης Δαβίδ παριστάνει τά μικρά τῶν κοράκων νά ἐπικαλοῦνται τόν Θεό καί νά Τοῦ ζητοῦν τροφή «καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν» (τόν Θεό). Καί γίνεται αὐτό διότι ὁ γονέας τους δέν τούς φέρνει τροφή. Βέβαια εἶναι γνωστό ὅτι τά νεογνά τῶν κοράκων, μᾶλλον θά λέγαμε ὅλα τά νεογνά, δέν ἔχουν δύναμη, γιά νά συλλέξουν τήν τροφή τους, γι’ αὐτό τό ἔργο αὐτό τό ἀναλαμβάνουν οἱ γονεῖς τους. Ὅμως τά νεογνά τῶν κοράκων τό στεροῦνται αὐτό, διότι οἱ γονεῖς τους εἶναι μισότεκνοι. Καί ὁ Δαβίδ, γιά νά δείξει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι ὁ Θεός τρέφει τά νεογνά αὐτά. Πῶς; Τά μικρά τῶν κοράκων κρατοῦν τό στόμα τους ἀνοικτό στόν ἀέρα καί ἡ Θεία Πρόνοια ἐπιτρέπει νά πετοῦν στόν ἀέρα μικρά ζωΰφια, τά ὁποῖα μπαίνουν στό στόμα τους καί ἔτσι διατρέφονται καί μεγαλώνουν. Γι’ αὐτό λέει: «τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν».
10 ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί μου, τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας, οἳ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. 11 ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας· τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε, καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καὶ οἰκτίρμων. 12 Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ, ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε. 13 Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. 14 ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· 15 καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας — τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.








